πεντεκαιτριακοντούτης

πεντεκαιτριακοντούτης
πεντεκαιτριακοντούτης
masc/fem acc pl (attic epic doric)
πεντεκαιτριακοντούτης
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
πεντεκαιτριακοντούτης
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιτριακοντούτης — ες, Α αυτός που έχει ηλικία τριάντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριάντα πέντε» + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού α τού α συνθετικού και τού αρκτικού ε τού β συνθετικού (πρβλ. ογδοηκοντ ούτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”